«Вильям Вильсон» — рассказ Эдгара Аллана По, впервые опубликованный
в 1839 году, в сюжете которого нашли отражения детские впечатления
писателя о годах обучения в Англии, в пригороде Лондона. Рассказ
написан в реалистической манере, но построен на мистической теме
взаимодействия человека со своим роковым двойником — допельгангером
.
Повествование ведётся от имени рассказчика, называющего себя именем Вильям Вильсон, по его собственному признанию, очень похожим на его настоящее имя, которое он не хочет упоминать, дабы не осквернять им страницы книги. Вильсон признается, что является самым падшим человеком и самым худшим грешником на земле, видя своё возможное оправдание лишь в том, что «никто и никогда не был столь сильно искушаем», как он.
Интересное чтение и перевод для желающих усовершенствоваться в изучении новогреческого языка. Στο χαμηλοτάβανο και μικρό δωμάτιο δεν υπήρχε λάμπα και τώρα δεν έμπαινε καθόλου φως, εκτός απ’ το πολύ αδύναμο φέγγος της αυγής που εισχωρούσε απ’ το ημικυκλικό παράθυρο. Καθώς έμπαινα στο δωμάτιο, ξεχώρισα τη μορφή ενός νέου που είχε σχεδόν το δικό μου ανάστημα, κι ήταν ντυμένος μ’ ένα κοστούμι από κασμίρι ραμμένο σύμφωνα με τη νέα μόδα που είχε κι η δική μου φορεσιά εκείνη τη στιγμή. Εκείνο το αδύνατο φως μ’ έκανε να τον διακρίνω, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Καθώς μπήκα, αυτός προχώρησε βιαστικά προς το μέρος μου, και πιάνοντάς μου το μπράτσο με μια χειρονομία ζωηρής ανυπομονησίας, ψιθύρισε τις λέξεις Γουίλλιαμ Ουίλσον στ’ αυτί μου.
Повествование ведётся от имени рассказчика, называющего себя именем Вильям Вильсон, по его собственному признанию, очень похожим на его настоящее имя, которое он не хочет упоминать, дабы не осквернять им страницы книги. Вильсон признается, что является самым падшим человеком и самым худшим грешником на земле, видя своё возможное оправдание лишь в том, что «никто и никогда не был столь сильно искушаем», как он.
Интересное чтение и перевод для желающих усовершенствоваться в изучении новогреческого языка. Στο χαμηλοτάβανο και μικρό δωμάτιο δεν υπήρχε λάμπα και τώρα δεν έμπαινε καθόλου φως, εκτός απ’ το πολύ αδύναμο φέγγος της αυγής που εισχωρούσε απ’ το ημικυκλικό παράθυρο. Καθώς έμπαινα στο δωμάτιο, ξεχώρισα τη μορφή ενός νέου που είχε σχεδόν το δικό μου ανάστημα, κι ήταν ντυμένος μ’ ένα κοστούμι από κασμίρι ραμμένο σύμφωνα με τη νέα μόδα που είχε κι η δική μου φορεσιά εκείνη τη στιγμή. Εκείνο το αδύνατο φως μ’ έκανε να τον διακρίνω, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Καθώς μπήκα, αυτός προχώρησε βιαστικά προς το μέρος μου, και πιάνοντάς μου το μπράτσο με μια χειρονομία ζωηρής ανυπομονησίας, ψιθύρισε τις λέξεις Γουίλλιαμ Ουίλσον στ’ αυτί μου.